φουρνάρισσα
希臘語
编辑詞源
编辑源自φούρνος (foúrnos, “烤箱”),源自拉丁語 furnus。
發音
编辑名詞
编辑φουρνάρισσα (fournárissa) f (复数 φουρνάρισσες,阳性 φούρναρης)
- 麵包師
- 近義詞: αρτοποιός (artopoiós)、αρτοπώλισσα (artopólissa)
變格
编辑φουρνάρισσα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | φουρνάρισσα • | φουρνάρισσες • |
屬格 | φουρνάρισσας • | φουρναρισσών • |
賓格 | φουρνάρισσα • | φουρνάρισσες • |
呼格 | φουρνάρισσα • | φουρνάρισσες • |
相關詞彙
编辑- 參見:φούρνος m (foúrnos, “烤箱;麵包店”)