χαρτονόμισμα

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自χαρτί (chartí, ) +‎ νόμισμα (nómisma, 貨幣)仿譯法語 papier-monnaie

名詞

编辑

χαρτονόμισμα (chartonómisman (复数 χαρτονομίσματα)

  1. 鈔票紙幣

近義詞

编辑

近義詞

编辑

拓展閱讀

编辑