古希臘語

编辑

詞源

编辑

源自χείμερος (kheímeros, 冬季的;有暴風雪的) +‎ -ινός (-inós)

發音

编辑
 

形容詞

编辑

χειμερῐνός (kheimerinósm (陰性 χειμερῐνή,中性 χειμερῐνόν); 第一類/第二類

  1. 冬季
  2. 暴風雪

變格

编辑

派生語彙

编辑
  • 希臘語: χειμερινός (cheimerinós)

拓展閱讀

编辑

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 χειμερινός (kheimerinós)

發音

编辑

形容詞

编辑

χειμερινός (cheimerinósm (陰性 χειμερινή,中性 χειμερινό)

  1. 冬季
    χειμερινά σπορcheimeriná spor冬季運動

變格

编辑

近義詞

编辑

派生詞

编辑
參見:χειμώνας m (cheimónas, 冬季)