χειμερινός
古希臘語
编辑詞源
编辑源自χείμερος (kheímeros, “冬季的;有暴風雪的”) + -ινός (-inós)。
發音
编辑- (公元前5世紀,阿提卡) 國際音標(幫助): /kʰeː.me.ri.nós/
- (公元1世紀,通用) 國際音標(幫助): /kʰi.me.riˈnos/
- (公元4世紀,通用) 國際音標(幫助): /çi.me.riˈnos/
- (公元10世紀,拜占庭) 國際音標(幫助): /çi.me.riˈnos/
- (公元10世紀,君士坦丁堡) 國際音標(幫助): /çi.me.riˈnos/
形容詞
编辑χειμερῐνός (kheimerinós) m (陰性 χειμερῐνή,中性 χειμερῐνόν); 第一類/第二類
變格
编辑數 | S單數 | D雙數 | P複數 | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
格/性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |||||
N主格 | χειμερῐνός kheimerinós |
χειμερῐνή kheimerinḗ |
χειμερῐνόν kheimerinón |
χειμερῐνώ kheimerinṓ |
χειμερῐνᾱ́ kheimerinā́ |
χειμερῐνώ kheimerinṓ |
χειμερῐνοί kheimerinoí |
χειμερῐναί kheimerinaí |
χειμερῐνᾰ́ kheimeriná | |||||
G屬格 | χειμερῐνού kheimerinoú |
χειμερῐνής kheimerinḗs |
χειμερῐνού kheimerinoú |
χειμερῐνοίν kheimerinoín |
χειμερῐναίν kheimerinaín |
χειμερῐνοίν kheimerinoín |
χειμερῐνών kheimerinṓn |
χειμερῐνών kheimerinṓn |
χειμερῐνών kheimerinṓn | |||||
D與格 | χειμερῐνῴ kheimerinṓi |
χειμερῐνῄ kheimerinḗi |
χειμερῐνῴ kheimerinṓi |
χειμερῐνοίν kheimerinoín |
χειμερῐναίν kheimerinaín |
χειμερῐνοίν kheimerinoín |
χειμερῐνοίς kheimerinoís |
χειμερῐναίς kheimerinaís |
χειμερῐνοίς kheimerinoís | |||||
A賓格 | χειμερῐνόν kheimerinón |
χειμερῐνήν kheimerinḗn |
χειμερῐνόν kheimerinón |
χειμερῐνώ kheimerinṓ |
χειμερῐνᾱ́ kheimerinā́ |
χειμερῐνώ kheimerinṓ |
χειμερῐνούς kheimerinoús |
χειμερῐνᾱ́ς kheimerinā́s |
χειμερῐνᾰ́ kheimeriná | |||||
V呼格 | χειμερῐνέ kheimeriné |
χειμερῐνή kheimerinḗ |
χειμερῐνόν kheimerinón |
χειμερῐνώ kheimerinṓ |
χειμερῐνᾱ́ kheimerinā́ |
χειμερῐνώ kheimerinṓ |
χειμερῐνοί kheimerinoí |
χειμερῐναί kheimerinaí |
χειμερῐνᾰ́ kheimeriná | |||||
派生形式 | 副詞 | 比較級 | 最高級 | |||||||||||
χειμερῐνώς kheimerinṓs |
χειμερῐνώτερος kheimerinṓteros |
χειμερῐνώτᾰτος kheimerinṓtatos | ||||||||||||
注意: |
|
派生語彙
编辑- 希臘語: χειμερινός (cheimerinós)
拓展閱讀
编辑- “χειμερινός”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- “χειμερινός”, in Liddell & Scott (1889年) An Intermediate Greek–English Lexicon,New York:Harper & Brothers
- Bailly, Anatole (1935年) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français,Paris:Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910年) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1],London:Routledge & Kegan Paul Limited.
- bleak idem, page 82.
- penetrating idem, page 603.
- winter idem, page 982.
- wintry idem, page 982.
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 χειμερινός (kheimerinós)。
發音
编辑形容詞
编辑χειμερινός (cheimerinós) m (陰性 χειμερινή,中性 χειμερινό)
- 冬季的
- χειμερινά σπορ ― cheimeriná spor ― 冬季運動
變格
编辑 χειμερινός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | χειμερινός | χειμερινή | χειμερινό | χειμερινοί | χειμερινές | χειμερινά |
屬格 | χειμερινού | χειμερινής | χειμερινού | χειμερινών | χειμερινών | χειμερινών |
賓格 | χειμερινό | χειμερινή | χειμερινό | χειμερινούς | χειμερινές | χειμερινά |
呼格 | χειμερινέ | χειμερινή | χειμερινό | χειμερινοί | χειμερινές | χειμερινά |
近義詞
编辑- χειμέριος (cheimérios)
- χειμωνιάτικος (cheimoniátikos)
派生詞
编辑- χειμερινός κολυμβητής m (cheimerinós kolymvitís), χειμερινή κολυμβήτρια f (cheimeriní kolymvítria)
- 參見:χειμώνας m (cheimónas, “冬季”)