χειραφέτηση
希臘語 编辑
名詞 编辑
χειραφέτηση (cheirafétisi) f (复数 χειραφετήσεις)
變格 编辑
χειραφέτηση的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | χειραφέτηση • | χειραφετήσεις • |
屬格 | χειραφέτησης • χειραφετήσεως • | χειραφετήσεων • |
賓格 | χειραφέτηση • | χειραφετήσεις • |
呼格 | χειραφέτηση • | χειραφετήσεις • |
拓展閱讀 编辑
- χειραφέτηση in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.