χειρόγραφος

希臘語 编辑

詞源 编辑

χειρό- (cheiró-, ) +‎ -γραφος (-grafos, 書寫)

形容詞 编辑

χειρόγραφος (cheirógrafosm (陰性 χειρόγραφη,中性 χειρόγραφο)

  1. 手寫

變格 编辑