χειρόγραφο
希臘語
编辑名詞
编辑χειρόγραφο (cheirógrafo) n (复数 χειρόγραφα)
變格
编辑χειρόγραφο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | χειρόγραφο • | χειρόγραφα • |
屬格 | χειρογράφου • | χειρογράφων • |
賓格 | χειρόγραφο • | χειρόγραφα • |
呼格 | χειρόγραφο • | χειρόγραφα • |
近義詞
编辑- χγ. (chg.)
參見
编辑- 古希臘語:χειρόγραφον (kheirógraphon)
- 拉丁語:chirographum n (“手稿”)
形容詞
编辑χειρόγραφο (cheirógrafo)
- χειρόγραφος (cheirógrafos)的賓格單數陽性形式。
- χειρόγραφος (cheirógrafos)的主格、賓格與呼格單數中性形式。