χειρόγραφο

希臘語

編輯

名詞

編輯

χειρόγραφο (cheirógrafon (複數 χειρόγραφα)

  1. 手稿

變格

編輯

近義詞

編輯

參見

編輯

形容詞

編輯

χειρόγραφο (cheirógrafo)

  1. χειρόγραφος (cheirógrafos)賓格單數陽性形式。
  2. χειρόγραφος (cheirógrafos)主格賓格呼格單數中性形式。