χειρόφρενο
希臘語
编辑詞源
编辑源自χειρ (cheir, “手”) + -ό- (-ó-) + φρένο (fréno, “剎車”),仿譯自法語 frein à main 或 德語 Handbremse。
名詞
编辑χειρόφρενο (cheirófreno) n (复数 χειρόφρενα)
- (汽車) 手剎車
變格
编辑χειρόφρενο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | χειρόφρενο • | χειρόφρενα • |
屬格 | χειρόφρενου • | χειρόφρενων • |
賓格 | χειρόφρενο • | χειρόφρενα • |
呼格 | χειρόφρενο • | χειρόφρενα • |
拓展閱讀
编辑- χειρόφρενο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.