χειρ
希臘語
编辑詞源
编辑借自古希臘語 χείρ (kheír);χέρι (chéri) 的同源對似詞。
名詞
编辑χειρ (cheir) f (复数 χείρες)
使用注意
编辑本詞在現代仍用於複合詞和一些短語(如ζητώ μια χείρα βοηθείας (zitó mia cheíra voïtheías, “我需要幫手”))中。
派生詞
编辑- χειραγώγηση (cheiragógisi)
- χειραποσκευή (cheiraposkeví)
- χειράμαξα (cheirámaxa)
- χειραφέτηση (cheirafétisi)
- χειραψία (cheirapsía)
- χειρίζομαι (cheirízomai)
- χειρισμός (cheirismós)
- χειροβομβίδα (cheirovomvída)
- χειρόγραφο (cheirógrafo)
- χειροδικία (cheirodikía)
- χειροδύναμος (cheirodýnamos)
- χειροθεσία (cheirothesía)
- χειροκίνητος (cheirokínitos)
- χειροκρότημα (cheirokrótima)
- χειρολαβή (cheirolaví)
- χειρομαντεία (cheiromanteía)
- χειρονομία (cheironomía)
- χειροπέδη (cheiropédi)
- χειροπιαστός (cheiropiastós)
- χειροπόδαρα (cheiropódara)
- χειροποίητος (cheiropoíitos)
- χειροπρακτική (cheiropraktikí)
- χειροσφαίριση (cheirosfaírisi)
- χειριτέχνημα (cheiritéchnima)
- χειροτονία (cheirotonía)
- χειρουργείο (cheirourgeío)
- χειροφίλημα (cheirofílima)
- χειρόφρενο (cheirófreno)
- χειρώνακτας (cheirónaktas)