ψυχοσωματικό

希臘語

编辑

發音

编辑

形容詞

编辑

ψυχοσωματικό (psychosomatikó)

  1. ψυχοσωματικός (psychosomatikós)賓格單數陽性形式。
  2. ψυχοσωματικός (psychosomatikós)主格賓格呼格單數中性形式。