ψυχοσωματικός
希臘語
编辑詞源
编辑古典借詞,源自英語 psychosomatic。[1]字面上源自 ψυχο- (psycho-, “靈魂的”) + σωματικός (somatikós, “身體的”)。
發音
编辑形容詞
编辑ψυχοσωματικός (psychosomatikós) m (陰性 ψυχοσωματική,中性 ψυχοσωματικό)
變格
编辑 ψυχοσωματικός 的變格
相關詞彙
编辑參考資料
编辑- ↑ ψυχοσωματικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.