όλα 编辑
希臘語
编辑詞源
编辑繼承自古希臘語 ὅλος (hólos, “全部,整個”)[1],源自原始印歐語 *solh₂wós,源自*solh₂- (“整個”)。形容詞όλος (ólos, “全部,整個”)在指代或代替名詞時,也作代詞使用。
代詞
编辑όλα (óla) (無變格)
- 所有事物,一切事物
- Όλα είναι εντάξει!
- Óla eínai entáxei!
- 一切都好!
- Τα θέλει όλα δικά του.
- Ta thélei óla diká tou.
- 他什麼都想要。
- τριάντα όλα (網球) ― triánta óla ― 三十平
變格
编辑显示▼ όλα
形容詞
编辑όλα (óla)
- όλος (ólos)的主格、賓格與呼格複數中性形式。
- Όλα τα παιδιά αγαπούν τα παιχνίδια.
- Óla ta paidiá agapoún ta paichnídia.
- 所有的小孩都喜歡玩具。
參考資料
编辑- ↑ όλος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.