Βούλγαρος

希腊语

编辑

名词

编辑

Βούλγαρος (Voúlgarosm (复数 Βούλγαροι,阴性 Βουλγάρα)

  1. 保加利亚人(多指男性)

变格

编辑

相关词汇

编辑