希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 Ἐρῠθραίᾱ (Eruthraíā),源自Ἐρῠθρᾱ́ (Eruthrā́, 红海) +‎ -ῐ́ᾱ (-íā)

发音

编辑

名词

编辑

Ερυθραία (Erythraíaf (复数 Ερυθραίες,阳性 Ερυθραίος)

  1. 厄立特里亚/厄利垂亚人(女性)

变格

编辑

专有名词

编辑

Ερυθραία (Erythraíaf

  1. 厄立特里亚/厄利垂亚

变格

编辑

相关词汇

编辑
  • ερυθραϊκός (erythraïkós, 厄立特里亚/厄利垂亚的)
  • Ερυθραίος m (Erythraíos, 厄立特里亚/厄利垂亚人)
  • Ερυθραία f (Erythraía, 厄立特里亚/厄利垂亚人)

拓展阅读

编辑