Ερυθραίος

希腊语

编辑

名词

编辑

Ερυθραίος (Erythraíosm (复数 Ερυθραίοι,阴性 Ερυθραία)

  1. 厄立特里亚/厄利垂亚人(多指男性)

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑