Μαλγάσιος

希腊语

编辑

名词

编辑

Μαλγάσιος (Malgásiosm (复数 Μαλγάσιοι,阴性 Μαλγάσια)

  1. 马达加斯加人(多指男性)

变格

编辑

相关词汇

编辑