Μεξικό
希腊语
编辑词源
编辑源自西班牙语 México,源自古典纳瓦特尔语 Mēxihco。
发音
编辑专有名词
编辑Μεξικό (Mexikó) n
- 墨西哥
- 近义词:Ηνωμένες Μεξικανικές Πολιτείες (Inoménes Mexikanikés Politeíes)
变格
编辑Μεξικό (Mexikó)的变格
单数 | |
---|---|
主格 | Μεξικό • |
属格 | Μεξικού • |
宾格 | Μεξικό • |
呼格 | Μεξικό • |
相关词汇
编辑- Μεξικανή f (Mexikaní, “墨西哥人”)
- Μεξικανός m (Mexikanós, “墨西哥人”)
- μεξικανικός (mexikanikós, “墨西哥的”)
- Πόλη του Μεξικού f (Póli tou Mexikoú, “墨西哥称”)