Φινλανδός

希腊语 编辑

其他写法 编辑

名词 编辑

Φινλανδός (Finlandósm (复数 Φινλανδοί,阴性 Φινλανδή)

  1. 芬兰人(多指男性)

变格 编辑

相关词汇 编辑