首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ένδυμα
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
近义词
希腊语
编辑
名词
编辑
ένδυμα
(
éndyma
)
n
(复数
ενδύματα
)
衣服
,
衣物
服装
,
着装
βραδινό
ένδυμα
―
vradinó
éndyma
―
晚
礼服
变格
编辑
ένδυμα的变格
单数
复数
主格
ένδυμα
•
ενδύματα
•
属格
ενδύματος
•
ενδυμάτων
•
宾格
ένδυμα
•
ενδύματα
•
呼格
ένδυμα
•
ενδύματα
•
近义词
编辑
(
着装
)
:
ενδυμασία
f
(
endymasía
)