έξοδο
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 ἔξοδος (éxodos),词的性别改变。参见έξοδος (éxodos)。
名词
编辑έξοδο (éxodo) n (复数 έξοδα)
变格
编辑派生词
编辑- ανέξοδος (anéxodos)
相关词汇
编辑- εξόδευμα (exódevma), ξόδεμα (xódema)
- εξόδευση (exódefsi)
- εξοδεύω (exodévo), ξοδεύω (xodévo)
- εξόδιος (exódios)
拓展阅读
编辑- έξοδο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.