首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ίνδαλμα
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
近义词
希腊语
编辑
名词
编辑
ίνδαλμα
(
índalma
)
n
(复数
ινδάλματα
)
偶像
变格
编辑
ίνδαλμα的变格
单数
复数
主格
ίνδαλμα
•
ινδάλματα
•
属格
ινδάλματος
•
ινδαλμάτων
•
宾格
ίνδαλμα
•
ινδάλματα
•
呼格
ίνδαλμα
•
ινδάλματα
•
近义词
编辑
είδωλο
n
(
eídolo
)