希腊语 编辑

名词 编辑

αίτιο (aítion (复数 αίτια)

  1. αιτία (aitía)的另一种写法

变格 编辑

派生词 编辑

形容词 编辑

αίτιο (aítio)

  1. αίτιος (aítios)宾格单数阳性形式。
  2. αίτιος (aítios)主格宾格呼格单数中性形式。