αβαθμολόγητος

希腊语

编辑

形容词

编辑

αβαθμολόγητος (avathmológitosm (阴性 αβαθμολόγητη,中性 αβαθμολόγητο)

  1. (仪器)未校准的,未分级
  2. (教育)标记

变格

编辑

反义词

编辑

延伸阅读

编辑