αβασίλευτος

希腊语

编辑

形容词

编辑

αβασίλευτος (avasíleftosm (阴性 αβασίλευτη,中性 αβασίλευτο)

  1. 君主统治
    αβασίλευτη δημοκρατίαavasílefti dimokratía共和国
  2. (日、月等)落下
    Εκεί βγαίνει ο ήλιος, ήλιος λαμπρός και αβασίλευτος.
    Ekeí vgaínei o ílios, ílios lamprós kai avasíleftos.
    太阳来了,明亮未落的太阳。
  3. 无限
    αβασίλευτη δόξα
    avasílefti dóxa
    无限荣光

变格

编辑

派生词

编辑