αγαλματίδιο

希腊语 编辑

名词 编辑

αγαλματίδιο (agalmatídion (复数 αγαλματίδια)

  1. άγαλμα (ágalma)指小词:小雕像

变格 编辑

近义词 编辑

相关词汇 编辑