αγγελόμορφος

希腊语

编辑

词源

编辑

άγγελος (ángelos, 天使) +‎ μορφή (morfí, 形式,形态,外貌)

形容词

编辑

αγγελόμορφος (angelómorfosm (阴性 αγγελόμορφη,中性 αγγελόμορφο)

  1. 天使
  2. 美如天使的,极美丽

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑
  • 并参见:μορφή f (morfí, 形式,形态,外貌)