αγριοσυκιά
希腊语 编辑
词源 编辑
αγριο- (agrio-, “未驯化”) + συκιά (sykiá, “无花果树”)
发音 编辑
名词 编辑
αγριοσυκιά (agriosykiá) f (复数 αγριοσυκιές)
变格 编辑
αγριοσυκιά的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αγριοσυκιά • | αγριοσυκιές • |
属格 | αγριοσυκιάς • | αγριοσυκιών • |
宾格 | αγριοσυκιά • | αγριοσυκιές • |
呼格 | αγριοσυκιά • | αγριοσυκιές • |
近义词 编辑
- ορνιός m (orniós)
相关词汇 编辑
- 参见:σύκο n (sýko, “无花果”)