αγριόγατος

希腊语

编辑

词源

编辑

αγριό- (agrió-, 野生的) +‎ γάτος (gátos, )

名词

编辑

αγριόγατος (agriógatosm (复数 αγριόγατοι,阴性 αγριόγατα)

  1. 野猫
  2. 短尾猫

变格

编辑

相关词汇

编辑