αγριότοπος

希腊语

编辑

词源

编辑

αγριό- (agrió-, ) +‎ τόπος (tópos, 地方)

名词

编辑

αγριότοπος (agriótoposm (复数 αγριότοποι)

  1. 荒野

变格

编辑