αιτιοκρατία

希腊语

编辑

词源

编辑

源自αιτία (aitía, 原因) +‎ -κρατία (-kratía)仿译新拉丁语 determinismus[1]对比近义词ντετερμινισμός (determinismós),其是借自德语Determinismus

发音

编辑

名词

编辑

αιτιοκρατία (aitiokratíaf (复数 αιτιοκρατίες)

  1. (哲学) 决定论

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑

参考资料

编辑

拓展阅读

编辑