ακουστικό

希腊语

编辑

名词

编辑

ακουστικό (akoustikón (复数 ακουστικά)

  1. 耳机
    Δεν λειτουργούν τα ακουστικά μου.
    Den leitourgoún ta akoustiká mou.
    我的耳机坏了。
  2. 听筒
  3. 助听器

变格

编辑

相关词汇

编辑
  • 参见:ακούω (akoúo, 听,听见,听说)

形容词

编辑

ακουστικό (akoustikó)

  1. ακουστικός (akoustikós)宾格单数阳性形式。
  2. ακουστικός (akoustikós)主格宾格呼格单数中性形式。