αλέκτορας

希腊语 编辑

其他写法 编辑

词源 编辑

源自古希腊语 αλέκτωρ (aléktōr),源自ἀλέξω (aléxō, 避开,躲开)

名词 编辑

αλέκτορας (aléktorasm (复数 αλέκτορες)

  1. () 公鸡

变格 编辑

近义词 编辑