αλεξήνεμο
希腊语
编辑词源
编辑源自αλεξ- (alex-, “保护,偏斜”) + άνεμος (ánemos, “风”)。
名词
编辑αλεξήνεμο (alexínemo) n (复数 αλεξήνεμα)
- (汽车) 挡风玻璃
变格
编辑αλεξήνεμο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αλεξήνεμο • | αλεξήνεμα • |
属格 | αλεξήνεμου • | αλεξήνεμων • |
宾格 | αλεξήνεμο • | αλεξήνεμα • |
呼格 | αλεξήνεμο • | αλεξήνεμα • |
近义词
编辑- παρμπρίζ n (parmpríz)
同类词汇
编辑- ανεμοθώρακας m (anemothórakas, “整流罩”)
相关词汇
编辑- αλεξήνεμος (alexínemos, “挡风的”)