希腊语 编辑

词源 编辑

源自古希腊语 ἀληθινός (alēthinós),源自ἀλήθεια (alḗtheia)

形容词 编辑

αληθινός (alithinósm (阴性 αληθινή,中性 αληθινό)

  1. 真正的,真实

变格 编辑

近义词 编辑

相关词汇 编辑