αλησμόνητος

希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 ἀλησμόνητος (alēsmónētos)。等同于α- (a-) +‎ λησμονώ (lismonó) +‎ -τος (-tos)

形容词

编辑

αλησμόνητος (alismónitosm

  1. 难忘
  2. 牢记

变格

编辑

近义词

编辑

参考资料

编辑