αλιφασκιά
希腊语 编辑
其他形式 编辑
- αλισφακιά f (alisfakiá)
词源 编辑
源自古希腊语 ἐλελίσφακος (elelísphakos)。
名词 编辑
αλιφασκιά (alifaskiá) f (复数 αλιφασκιές)
- (植物学) 鼠尾草
变格 编辑
αλιφασκιά的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αλιφασκιά • | αλιφασκιές • |
属格 | αλιφασκιάς • | αλιφασκιών • |
宾格 | αλιφασκιά • | αλιφασκιές • |
呼格 | αλιφασκιά • | αλιφασκιές • |
近义词 编辑
- φασκομηλιά f (faskomiliá)
参考资料 编辑
- αλιφασκιά in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.