参见:ἀμήν

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 ἀμήν (amḗn)

发音

编辑

感叹词

编辑

αμήν (amín)

  1. (犹太教基督教) 阿门

近义词

编辑

名词

编辑

αμήν (amínn (无屈折)

  1. 阿门
    ώσπου να πεις αμήν
    óspou na peis amín
    转眼间,一下子,马上
    (字面意思是“在你能说出阿门之前”)
    Έχω έρθει στο αμήν!
    Écho érthei sto amín!
    我已经完成了!
    (字面意思是“我已经到阿门了!”)