首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
αμαθής
语言
监视
编辑
参见:
ἀμαθής
目录
1
希腊语
1.1
形容词
1.1.1
变格
1.1.2
近义词
1.1.3
相关词汇
希腊语
编辑
形容词
编辑
αμαθής
(
amathís
)
m
(阴性
αμαθής
,中性
αμαθές
)
无知
的,
愚昧
的,
文盲
的
变格
编辑
αμαθής 的变格
数
格 / 性
单数
复数
阳性
阴性
中性
阳性
阴性
中性
主格
αμαθής
•
αμαθής
•
αμαθές
•
αμαθείς
•
αμαθείς
•
αμαθή
•
属格
αμαθούς
•
αμαθούς
•
αμαθούς
•
αμαθών
•
αμαθών
•
αμαθών
•
宾格
αμαθή
•
αμαθή
•
αμαθές
•
αμαθείς
•
αμαθείς
•
αμαθή
•
呼格
—
—
—
—
—
—
衍生
比较级
:
πιο
+
肯定形
(如 πιο αμαθής)
相对最高级
:
定冠词
+ πιο +
肯定形
(如 ο πιο αμαθής)
近义词
编辑
αδαής
(
adaḯs
)
相关词汇
编辑
参见:
αμάθεια
f
(
amátheia
,
“
无知,愚昧,文盲
”
)