αμαρτωλός

希腊语 编辑

形容词 编辑

αμαρτωλός (amartolósm (阴性 αμαρτωλή,中性 αμαρτωλό)

  1. 有罪

变格 编辑

反义词 编辑

相关词汇 编辑

参见:αμαρτία f (amartía, 罪过)

名词 编辑

αμαρτωλός (amartolósm (复数 αμαρτωλοί,阴性 αμαρτωλή)

  1. 有罪者,罪人

变格 编辑