αμμόλουτρο
希腊语 编辑
名词 编辑
αμμόλουτρο (ammóloutro) n (复数 αμμόλουτρα)
变格 编辑
αμμόλουτρο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αμμόλουτρο • | αμμόλουτρα • |
属格 | αμμόλουτρου • | αμμόλουτρων • |
宾格 | αμμόλουτρο • | αμμόλουτρα • |
呼格 | αμμόλουτρο • | αμμόλουτρα • |
αμμόλουτρο (ammóloutro) n (复数 αμμόλουτρα)
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αμμόλουτρο • | αμμόλουτρα • |
属格 | αμμόλουτρου • | αμμόλουτρων • |
宾格 | αμμόλουτρο • | αμμόλουτρα • |
呼格 | αμμόλουτρο • | αμμόλουτρα • |