αμυγδαλέλαιο

希腊语

编辑

词源

编辑

αμύγδαλο (amýgdalo, 扁桃) +‎ έλαιο (élaio, )

名词

编辑

αμυγδαλέλαιο (amygdalélaion (复数 αμυγδαλέλαια)

  1. 扁桃

变格

编辑

相关词汇

编辑