αναρχικός

希腊语

编辑

名词

编辑

αναρχικός (anarchikósm (复数 αναρχικοί,阴性 αναρχική αναρχικιά)

  1. (政治) 男性无政府主义

变格

编辑

反义词

编辑

相关词汇

编辑