首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ανεμική
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
ανεμική
(
anemikí
)
f
(
气象学
)
大风
,
强风
变格
编辑
ανεμική的变格
单数
复数
主格
ανεμική
•
ανεμικές
•
属格
ανεμικής
•
ανεμικών
•
宾格
ανεμική
•
ανεμικές
•
呼格
ανεμική
•
ανεμικές
•
相关词汇
编辑
参见:
άνεμος
m
(
ánemos
,
“
风
”
)
、
ανεμίζω
(
anemízo
,
“
使通风
”
)