ανεμογεννήτρια

希腊语

编辑

名词

编辑

ανεμογεννήτρια (anemogennítriaf (复数 ανεμογεννήτριες)

  1. 风力发电机,风力涡轮机

变格

编辑

相关词汇

编辑

同类词汇

编辑

拓展阅读

编辑