ανεμοστρόβιλος

希腊语

编辑

词源

编辑

άνεμος (ánemos, ) +‎ στρόβιλος (stróvilos, 涡旋)

名词

编辑

ανεμοστρόβιλος (anemostróvilosm (复数 ανεμοστρόβιλοι)

  1. (气象学) 尘暴
  2. (气象学) 龙卷风 (不准确)

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑

同类词汇

编辑

拓展阅读

编辑