首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ανεμώνα
语言
监视
编辑
希腊语
编辑
名词
编辑
ανεμώνα
(
anemóna
)
f
(复数
ανεμώνες
)
银莲花
近义词:
ανεμώνη
(
anemóni
)
变格
编辑
ανεμώνα的变格
单数
复数
主格
ανεμώνα
•
ανεμώνες
•
属格
ανεμώνας
•
—
宾格
ανεμώνα
•
ανεμώνες
•
呼格
ανεμώνα
•
ανεμώνες
•