ανθολόγιο
希腊语
编辑名词
编辑ανθολόγιο (anthológio) n (复数 ανθολόγια)
变格
编辑ανθολόγιο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ανθολόγιο • | ανθολόγια • |
属格 | ανθολόγιου • ανθολογίου • | ανθολόγιων • ανθολογίων • |
宾格 | ανθολόγιο • | ανθολόγια • |
呼格 | ανθολόγιο • | ανθολόγια • |
ανθολόγιο (anthológio) n (复数 ανθολόγια)
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ανθολόγιο • | ανθολόγια • |
属格 | ανθολόγιου • ανθολογίου • | ανθολόγιων • ανθολογίων • |
宾格 | ανθολόγιο • | ανθολόγια • |
呼格 | ανθολόγιο • | ανθολόγια • |