ανθρακικός

希腊语 编辑

形容词 编辑

ανθρακικός (anthrakikósm (阴性 ανθρακική,中性 ανθρακικό)

  1. (化学)
    ανθρακικό οξύanthrakikó oxý
  2. 碳酸
    ανθρακικό νάτριοanthrakikó nátrio碳酸

变格 编辑

相关词汇 编辑