ανθρωπολόγος
参见:ἀνθρωπόλογος
希腊语
编辑名词
编辑ανθρωπολόγος (anthropológos) m 或 f (复数 ανθρωπολόγοι)
变格
编辑ανθρωπολόγος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ανθρωπολόγος • | ανθρωπολόγοι • |
属格 | ανθρωπολόγου • | ανθρωπολόγων • |
宾格 | ανθρωπολόγο • | ανθρωπολόγους • |
呼格 | ανθρωπολόγε • | ανθρωπολόγοι • |
相关词汇
编辑- 参见:ανθρωπολογία f (anthropología, “人类学”)