ανθρωποφάγος

希腊语 编辑

词源 编辑

源自古希腊语 ἀνθρωποφάγος (anthrōpophágos)

发音 编辑

名词 编辑

ανθρωποφάγος (anthropofágosm f (复数 ανθρωποφάγοι)

  1. 食人
    近义词: κανίβαλος (kanívalos)

变格 编辑

形容词 编辑

ανθρωποφάγος (anthropofágosm (阴性 ανθρωποφάγος,中性 ανθρωποφάγο)

  1. 食人

变格 编辑

拓展阅读 编辑